- αναμελώ
- (-άω) (Μ ἀναμελῶ) [ἀνάμελος]δεν φροντίζω για κάτι, αδιαφορώ, παραμελώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάμελος — και ανέμελος, η, ο αδιάφορος, αφρόντιστος, ατημέλητος, ξένοιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα *, ανε * στερ. + μέλει. ΠΑΡ. αναμελεύω, αναμελιά, αναμελώ] … Dictionary of Greek
ՔԱՂՑՐԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0975 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 9c, 10c, 12c ն. γλυκαίνω dulce reddo ἠδύνω suave reddo, delecto, laetifico եւ ἁναμέλω cano, celebro cantu. Տալ քաղցրանալ. քաղցր առնել. ախորժ ընծայել. զուարճացուցանել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)